Τη χώρα των μονόφθαλμων Κυκλώπων, των γνωστών ως τεράστιων και άνομων, πλησιάζει ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του, στον τρίτο σταθμό. Οι Κύκλωπες ούτε οργώνουν τη γη, ούτε σπέρνουν με τα χέρια τους φυτά. Μόνο παίρνουν εκείνα που τους δίνει η φύση και οι θεοί – και από αυτά, πολύ. Σε υψώματα κατοικούν, σε σπηλιές, μακριά από άλλων κατοικίες, έτσι ώστε λίγο να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους.
Ακόμη, δε γνωρίζουν συνάξεις ή συνελεύσεις, καθένας ζει με το δικό του τρόπο και καθορίζει κατά το δοκούν το δίκαιο και τους νόμους, όπως το θεωρεί σωστό. Ο Οδυσσέας κατευθύνει το πλοίο του σε ένα παρακείμενο γειτονικό νησάκι – τα άλλα έντεκα πλοία τον ακολουθούν. Εφόσον οι Κύκλωπες δεν είναι ούτε ναυπηγοί, μα ούτε ναυτικοί, εκείνος μπορεί να προετοιμαστεί με τους συντρόφους του, χωρίς κίνδυνο, για την επικείμενη συνάντηση.
Από ασφαλή απόσταση, παρακολουθούν τη χώρα των Κυκλώπων. Βλέπουν τον καπνό που ανεβαίνει και ακούν το βέλασμα των αρνιών και των κατσικιών. Έτσι αποφασίζει ο Οδυσσέας, την άλλη ημέρα, μόνο με το δικό του πλοίο και την ομάδα να προσεγγίσει την ακτή της χώρας, ενώ οι υπόλοιποι μένουν πίσω, στο νησί. Η πρόθεσή του είναι να γνωρίσει τους Κύκλωπες και να δοκιμάσει τη φιλοξενία τους.
Την άλλη μέρα, η πρόθεση γίνεται πράξη. Με δώδεκα συντρόφους ξεκινά ο Οδυσσέας να βρει τον τεράστιο γίγαντα Πολύφημο, στη σπηλιά του. Ταυτόχρονα, δεν ξεχνά να πάρει μαζί του εκείνο το ασκί με το υπέροχο κρασί που έλαβε ως δώρο όταν προστάτεψε – στη χώρα των Κικόνων – κάποιον ιερέα του Απόλλωνα. Μένουν σχεδόν άναυδοι, μπαίνοντας στο σπιτικό του γίγαντα: Στοίβες τυριού, αρκετοί κουβάδες γεμάτοι γάλα και τυρόγαλα, αμέτρητα αρνιά και κατσικάκια, μόνο ο Πολύφημος – ο γίγαντας – βρίσκεται ακόμη έξω, στα βοσκοτόπια.
Οι φοβισμένοι σύντροφοι ικετεύουν τον Οδυσσέα, γρήγορα τ’ αρνιά και τα κατσίκια να πάνε στο πλοίο και να εγκαταλείψουν, το συντομότερο, τη χώρα των Κυκλώπων. Αλλά ο Οδυσσέας δε μεταπείθεται. Θέλει οπωσδήποτε να γνωρίσει τους Κύκλωπες. Έτσι, κρύβονται όλοι στο σκοτάδι της σπηλιάς και περιμένουν, έως ότου με δυνατό θόρυβο, ο φοβερός Πολύφημος με το ένα μεγάλο στρογγυλό μάτι στη μέση του μετώπου, γυρνάει στο σπίτι του. Με ένα βαρύ βράχο σφραγίζει την είσοδο της σπηλιάς από μέσα, ταΐζει το κοπάδι του και ανάβει τη φωτιά. Και ξαφνικά, ανακαλύπτει στο φως της τους «εισβολείς». Αμέσως απευθύνεται σ’ αυτούς και τους ρωτά:
«Ξένοι. ποιοί είστε; Γιατί έρχεστε μέσα από το υγρό μονοπάτι της θάλασσας; Για δουλειές; Ή περιπλανιέστε απλώς έτσι όπως οι πειρατές πάνω στην αλμυρή παλίρροια, όπως εκείνοι που περιπλανιούνται και αφιερώνουν τη ζωή τους για να φέρνουν κακό σε άλλους;»
Ήδη, στα πρώτα λόγια του Πολύφημου, υπάρχει καχυποψία. Ο Οδυσσέας παρακαλεί για φιλική υποδοχή και δεν παραλείπει να προσθέσει ότι η φιλοξενία είναι για το Δία, το μεγαλύτερο των Ολύμπιων θεών, ιερή. Όμως ο Πολύφημος ονομάζει την υπενθύμιση γελοία και ενημερώνει τον Οδυσσέα πως οι Κύκλωπες δε νοιάζονται για το Δία. Τώρα ο Οδυσσέας καταλαβαίνει ξεκάθαρα πως ο Πολύφημος δε θα είναι ούτε φίλος, ούτε σύμμαχός του. Έτσι ξεκινά, από τη μεριά του, να σερβίρει στον Πολύφημο μια ιστορία ελεύθερης επινόησης σχετικά με τον ίδιο και την προέλευσή του.
Πόσο δίκιο έχει με αυτό, δείχνει η μετέπειτα εξέλιξη της συνάντησης.
Πρώτα αρπάζει ο Πολύφημος δύο συντρόφους, τους σηκώνει ψηλά και τους σκοτώνει χτυπώντας τους με τα κεφάλια στο βραχώδες έδαφος. Μετά, τους τρώει ολόκληρους με δέρμα και μαλλιά. Χορτασμένος αποκοιμιέται για να συνεχίσει την επόμενη ημέρα τις θηριώδεις πράξεις του. Αφού για πρωινό καταπίνει δύο ακόμη συντρόφους, εγκαταλείπει τη σπηλιά μαζί με τα ζώα του, χωρίς να ξεχάσει να τοποθετήσει τη γιγάντια βραχόπορτα μπροστά στην είσοδο.
Εγκλεισμένος στη σπηλιά και χωρίς δυνατότητα διαφυγής, ο Οδυσσέας καταστρώνει ένα σχέδιο, με σκοπό να το θέσει σε εφαρμογή το ίδιο βράδυ. Ευγενικά – σχεδόν φιλικά – ξεκινά να μπλέκει τον Πολύφημο σε μια κουβέντα. Του προσφέρει ως δώρο φιλοξενίας, ανόθευτο, το καλό κρασί που έχει φέρει μαζί του απ’ το πλοίο. Ο Πολύφημος αφήνεται στη συζήτηση, πίνει το κρασί και υπόσχεται κι αυτός απ’ την πλευρά του στον Οδυσσέα ένα ευχάριστο δώρο φιλοξενίας, εάν εκείνος του φανερώσει το πραγματικό του όνομα.
Ο έξυπνος Οδυσσέας όμως του απαντά: «Κύκλωπα! Με ρωτάς το ξακουστό μου όνομα. Εντάξει, θα σου το πω! Δώσε μου όμως κι εσύ το δώρο της φιλοξενίας, όπως μου το υποσχέθηκες! Κανένας είναι τ’ όνομα μου και Κανένα με φωνάζουν πατέρας και μητέρα και όλοι μου οι σύντροφοι».
Σ’ αυτά, ο Πολύφημος με ασυγκίνητο θάρρος αποκρίνεται: «Τον Κανένα θα τον φάω τελευταίο από τους συντρόφους του, τους υπόλοιπους πρώτα, αυτό είναι το δώρο της φιλοξενίας για εσένα!»
Έχοντας όμως ήδη αδειάσει ο Κύκλωπας την τρίτη κούπα με κρασί, γέρνει μεθυσμένος προς τα πίσω, πέφτοντας σε βαθύ ύπνο. Αμέσως τοποθετείται το παλούκι από ξύλο ελιάς κάτω από τις στάχτες της φωτιάς μέχρι να πυρώσει. Έπειτα, πιάνουν ο Οδυσσέας και οι υπόλοιποι από τους συντρόφους τους το παλούκι, σέρνονται πάνω στον Κύκλωπα που ροχαλίζει δυνατά και χώνουν το πυρωμένο ξύλο βαθιά μέσα στο στρογγυλό του μάτι.
Ουρλιάζοντας από τον πόνο, τραβά ο τυφλωμένος γίγαντας το παλούκι απ’ την πληγή που τσιτσιρίζει. Μαίνεται και χτυπιέται δυνατά, χωρίς ωστόσο να μπορεί να πιάσει κανέναν. Από τη φασαρία καταφτάνουν και οι υπόλοιποι Κύκλωπες και στέκονται γύρω από τη σπηλιά, ρωτώντας τον Πολύφημο τι του συμβαίνει. Εκείνος απαντά με τη γνωστή φράση: «Φίλοι μου! Ο Κανένας με χτυπά με πονηριά και βιαιότητα!» Αφού κανένας δεν του κάνει κάτι, έτσι φεύγουν και οι υπόλοιποι Κύκλωπες από τον Πολύφημο. Σε αρρώστια που αποφασίστηκε από το Δία – έτσι λένε – δε μπορούν, σε καμία περίπτωση, να βοηθήσουν.
Ο ίδιος ο Οδυσσέας γελά με την καρδιά του για την έξυπνη ιδέα, όμως ο κίνδυνος για τον ίδιο και τους επιζώντες συντρόφους του δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί. Με την έξοδο του κοπαδιού για την πρωινή βοσκή ολοκληρώνεται η διάσωση. Ο Οδυσσέας δένει καθένα από τους συντρόφους κάτω από μια τριάδα αρνιών και ο ίδιος κρεμιέται κάτω από την κοιλιά του δυνατότερου κριαριού, έχοντας πιαστεί από το τρίχωμά του με γυμνά χέρια.
Παρότι ο τυφλός Πολύφημος ψηλαφίζει τις ράχες των ζώων, για να μην αφήσει κανένα, εκτός των ζώων, να εγκαταλείψει τη σπηλιά, δεν καταλαβαίνει το τέχνασμα του Οδυσσέα. Έτσι, όλοι οι επιζώντες βγαίνουν σώοι από τη σπηλιά και κατεβαίνουν στον όρμο, για να γλιτώσουν με το πλοίο τους, το γρηγορότερο, απ’ τη βία των Κυκλώπων.
Όταν ο Πολύφημος ανακαλύπτει τη φυγή, όλοι οι άντρες είναι ήδη στο πλοίο και στη θάλασσα. Ο Οδυσσέας, ωστόσο, δε μπορεί να συγκρατηθεί και να μην αποχαιρετίσει χλευαστικά τον Κύκλωπα. Εκείνος ρίχνει τότε, οργισμένος, έναν τεράστιο βράχο στην κατεύθυνση από όπου ακούγεται η φωνή και λίγο μένει να μπατάρει το γρήγορο πλοίο του Οδυσσέα που απομακρύνεται. Από ασφαλή απόσταση πια, φωνάζει στον Κύκλωπα το αληθινό του όνομα, «Οδυσσέας».
Τώρα θυμάται ο Πολύφημος την προφητεία ενός μάντη, ότι μια μέρα θα έχανε το φως του απ’ τον Οδυσσέα. Από πόνους βασανισμένος, καταριέται ο Κύκλωπας τον Οδυσσέα. Καλεί τον Ποσειδώνα – τον πατέρα του – και τον παρακαλεί για εκδίκηση. Το ταξίδι της επιστροφής του Οδυσσέα – έτσι ικετεύει τον πατέρα του ο γίγαντας – ας εμποδιστεί ή – αν αυτό δεν είναι δυνατό – ας είναι, τουλάχιστον, όσο δυσκολότερο και πιο επίπονο γίνεται.
Με το βάρος της κατάρας επιστρέφουν πλοίο και πλήρωμα στο παρακείμενο νησί, όπου τα ζώα μοιράζονται δίκαια. Θλιμμένοι – κι όμως χαρούμενοι που ξέφυγαν από το θάνατο – θυσιάζουν ο Οδυσσέας και οι συντρόφοι του το δυνατό Κριάρι στο Δία.
Οι «Εκδόσεις Χείρωνας» σας προσφέρουν ένα υπέροχο απόσπασμα από το βιβλίο «Η Οδύσσεια μέσα μας» που θα κυκλοφορήσει σύντομα.
Εγχείρημα Χείρωνας, στήλη «Χείρωνας σε Δράση» – Πρώτη δημοσίευση στην Εναλλακτική Δράση